- ἀχειρία
- ἀ-χειρία, (Mangel der Hände), Ungeschicklichkeit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αχειρία — ἀχειρία, η (Α) [άχειρ] 1. η αδεξιότητα 2. εγγενής μερική ή ολική έλλειψη των χεριών … Dictionary of Greek
ἀχειρίαν — ἀχειρίᾱν , ἀχειρία want of hands fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειρίη — ἀχειρία want of hands fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)